- ἐκδικεῖται
- ἐκδικέωavengepres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐκδικέωavengepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мьстимъ — (1*) прич. страд. наст. к мьстити в 1 знач.: •з҃• бо краты мьстимо ѥсть ѡ Каинѣ. Ламехѹ же, кѹпно сгрѣшьшю. •о҃• седмицею. (ἐκδικεῖται) ГА ХIII–XIV, 80а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
мьститисѧ — МЬ|СТИТИСѦ (7*), ЩОУСѦ, СТИТЬСѦ гл. 1.Страд. к мьстити в 1 знач.: а ламехъ зане вѣдѣвъ на каинѣ тѣмь. же седмьдес˫атнцею мьстис˫а ѥмѹ. СкБГ XII, 16а; Аще кто бьѥть раба своѥго или робу свою жезломъ ти ѹмреть ѿ ру||ку ѥго. судомъ да сѧ мьстить.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
мьщатисѧ — МЬЩА|ТИСѦ (3*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Страд. к мьщати в 1 знач.: •о҃• седмицею мѹцѣ достоинъ бы(с), ˫ако на Каинѣ бо, вѣща, мьщаѥтьсѧ •з҃• краты (ἐκδικεῖται) ГА XIII–XIV, 34г. 2. Мстить за себя: посаднику и тысѧцьскомѹ и всемѹ новѹгородѹ. кто мои… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъмьщатисѧ — ОТЪМЬЩА|ТИСѦ (2*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к отъмъщати. 1.В 1 знач.: Растьлѣвъши˫а въ зачинаниѥ въ ѹбииства мѣсто имать. извѣстословию ѿ въображенааго. и невъображенааго ѹ насъ нѣсть. сьде бо отъмьщаѥтьсѧ. (ἐκδικεῖται) КЕ XII, 180а. 2. Во 2 знач.:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
ζηλευτής — ο (Μ ζηλευτής) [ζηλεύω] μιμητής, θαυμαστής, ζηλωτής μσν. αυτός που εκδικείται … Dictionary of Greek
μετάδρομος — μετάδρομος, ον (ΑM) 1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον 2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρόμος (πρβλ. διά δρομος, παρά δρομος)] … Dictionary of Greek
ξεγδικιωτικός — ξεγδικιωτικός, ή, όν (Μ) [ξεγδικιώνω] αυτός που εκδικείται … Dictionary of Greek
ποινήτις — ήτιδος, ἡ, Α αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τις (πρβλ. κυβερνῆ τις)] … Dictionary of Greek